ἐξεδύσαντο

ἐξεδύσαντο
ἐξεδύ̱σαντο , ἐκδύω
take off
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επενδύτης — ο (AM ἐπενδύτης) [επενδύω] πανωφόρι νεοελλ. 1. χοντρό πανωφόρι 2. κοντή χλαίνη αρχ. χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”